καλάρισμα

καλάρισμα
το [καλάρω]
1. (για τα ιστία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλάρω*
2. (για δίχτια) το ρίξιμό τους στη θάλασσα για ψάρεμα
3. (για πλοίο) η διαρροή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”